- γεννῶντας
- γεννάωbegetpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… … Dictionary of Greek
εκτεκνώ — ἐκτεκνῶ ( όω) (Α) 1. γεννώ, παράγω 2. μέσ. ἐκτεκνοῡμαι με την ίδια σημασία («παῑδας ἐκτεκνούμενος λάθρα» γεννώντας παιδιά κρυφά, Ευριπ.) … Dictionary of Greek
πιγκουίνος — Πτηνό με φτερούγες τελείως ακατάλληλες για πτήση, της οικογένειας των Σφηνισκιδών, μοναδικής τάξης των σφηνισκόμορφων. Οι π. διαφέρουν ουσιαστικά από όλα τα άλλα πουλιά, λόγω ανατομικών ιδιοτυπιών και συνηθειών. Τα κάτω άκρα, που βρίσκονται πολύ… … Dictionary of Greek
αστακογαρίδα — Καρκινοειδές δεκάποδο, της οικογένειας των νεφροπειδών ή χομαριδών, της υπόταξης των μακροούρων. Το είδος αυτό ζει στην ιλύ του βυθού του βορειοανατολικού Ατλαντικού και της Μεσογείου σε διάφορα βάθη, από 30 έως 150 μ. Το επιστημονικό όνομα του… … Dictionary of Greek